- κελαρύζω
- (Α κελαρύζω)(για τρεχούμενο νερό) κυλώ με μουρμουρητό, ηχώ τραγουδιστά, γαργαρίζω («τριγύρω εις την μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, όπου εκελάρυζε τα νερά της στ' αυλάκια», Παπαδ.)αρχ.1. ξεχύνομαι άφθονος, αναβλύζω2. χύνω υγρό βγάζοντας ήχο γαργαριστό.[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που παράγεται πιθ. από ουδ. *κέλαρ (παράλλ. τ. τού κέλωρ «φωνή»), συνδέεται με τον τ. κέλαδος και εμφανίζει επίθημα -ύζω (πρβλ. γογγ-ύζω, ολολ-ύζω)].
Dictionary of Greek. 2013.